-
1 patika
μονοπάτι, κατσικόδρομος -
2 sentier
μονοπάτι -
3 cestička
μονοπάτι -
4 pěšina
μονοπάτι -
5 ścieżka
μονοπάτι -
6 tor
μονοπάτι -
7 дорожка
дорожка ж 1) о μικρός δρόμος· το μονοπάτι (тропин ка)· беговая \дорожка о διάδρομος 2) (коврик) το ταπέτο* * *ж1) ο μικρός δρόμος; το μονοπάτι ( тропинка)бегова́я доро́жка — ο διάδρομος
2) ( коврик) το ταπέτο -
8 тропа
-
9 тропинка
тропинкаж τό μονοπάτι:лесная \тропинка τό μονοπάτι τοῦ δάσους. -
10 голь
гольж собир. уст. о£ διακονιαρέοι, οἱ διακονιάρηδες:\голь на выдумки хитра погов. τό καλό τό παλληκάρι ξέρει κι ἄλλο μονοπάτι. -
11 дорожка
дорожкаж1. τό δρομάκι, τό μονοπάτι, ὁ δρομίσκος:беговая \дорожка спорт. ὁ διάδρομος· взлетная \дорожка ἀβ. ὁ διάδρομος ἀπογείωσης·2. (коврик) ὁ διάδρομος, τό στενόμακρον χαλί / τό χαλί τής σκάλας (на лестнице)! μικρό τραπεζομάντηλο, σεμέν ντέ τάμπλ (на стол). -
12 пешеходный
пешеход||ныйприл πεζοπορικός:\пешеходныйная прогулка περίπατος μέ τά πόδια· \пешеходныйная тропа τό μονοπάτι. -
13 протаптывать
протаптыватьнесов (тропинку и т. п.) ἀνοίγω μονοπάτι. -
14 теряться
терять||ся1. χάνομαι:тропинка терялась в лесу́ τό μονοπάτι χάνονταν μέσα στό δάσος· \терятьсяся в толпе́ ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος·2. (терять самообладание) σαστίζω, τά χάνω:\терятьсяся в опасности τά χάνω μπροστά στον κίνδυνο· ◊ \терятьсяся в догадках, предположениях πελαγώνω σέ είκασίες. -
15 тропа
тропаж1. τό μονοπάτι*2.*ι«ρβ/ί.ό δρόμος. -
16 causeway
['ko:zwei](a raised pathway, road etc over wet ground or shallow water.) υπερυψωμένο μονοπάτι -
17 footpath
noun (a path or way for walking, not for cars, bicycles etc: You can go by the footpath.) μονοπάτι -
18 lane
[lein]1) (a narrow road or street: a winding lane.) μονοπάτι: δρομίσκος2) (used in the names of certain roads or streets: His address is 12 Penny Lane.) πάροδος3) (a division of a road for one line of traffic: The new motorway has three lanes in each direction.) λωρίδα κυκλοφορίας4) (a regular course across the sea taken by ships: a regular shipping lane.) θαλάσσια οδός -
19 path
plural - paths; noun1) (a way made across the ground by the passing of people or animals: There is a path through the fields; a mountain path.) μονοπάτι2) ((any place on) the line along which someone or something is moving: She stood right in the path of the bus.) τροχιά,πορεία•- pathway -
20 pathway
noun (a path.) μονοπάτι
См. также в других словарях:
μονοπάτι — το (ΑΜ μονοπάτιον, Μ και μονοπάτιν και μονόπατον) στενό και δύσβατο δρομάκι στο ύπαιθρο ή σε ορεινή περιοχή, σχηματισμένο από τη συχνή διάβαση, στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ένα ζώο, ατραπός («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ… … Dictionary of Greek
μονοπάτι — το ιού, στενός δρόμος στην ύπαιθρο που σχηματίζεται από το επαναλαμβανόμενο πέρασμα ανθρώπων ή ζώων, η ατραπός: Ακολουθήσαμε ένα στενό μονοπάτι που μας οδήγησε σ’ ένα ξέφωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
ανόπαια — Το μονοπάτι του όρους Οίτη απ’ όπου ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες για να προσβάλουν από τα νώτα τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Από το ίδιο μονοπάτι εισέβαλαν οι Γαλάτες με τον Βρέννο το 278 π.Χ. * * * ἀνόπαια επίρρ. (Α) προς τα επάνω, προς τον… … Dictionary of Greek
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
μονοπατάκι — το [μονοπάτι] (Μ μονοπατάκι και μονοπατάτσιν) μικρό μονοπάτι … Dictionary of Greek
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek
Καλλίδρομο — I Όρος (1.278 μ.) της Οίτης στη Φθιώτιδα. Βρίσκεται στα A της Οίτης, από την οποία χωρίζεται με χαράδρα που σχηματίζει ο Ασωπός ποταμός. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες βρέθηκαν στα νώτα του Λεωνίδα ακολουθώντας ένα κρυφό μονοπάτι του Κ. που… … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
Dimosthenis Kourtovik — Δημοσθένης Κούρτοβικ Born 1948 Athens, Greece … Wikipedia
Ion Dragoumis — (griechisch Ίων Δραγούμης, * 2. September 1878 in Athen; † 13. August 1920 ebenda) war ein griechischer Diplomat, Schriftsteller und Politiker. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia